Με αφορμή τη συνέντευξη με τον Κύπριο εκδότη Βάσο Πτωχόπουλο την περασμένη εβδομάδα, πήραμε συνέντευξη και από την επικεφαλής ενός μικρού κυπριακού εκδοτικού οίκου, του "Τεχνοδρόμιου", σε μια προσπάθεια διερεύνησης του σύγχρονου εκδοτικού τοπίου στην Κύπρο.
Χριστίνα Λιναρδάκη: κα Βοσκαρίδου,
διευθύνετε το «Τεχνοδρόμιο», έναν μικρό εκδοτικό οίκο στη Λεμεσό, που προέκυψε από ό,τι έχω καταλάβει σαν οικογενειακή
υπόθεση. Θα θέλατε να μας πείτε πώς και πότε ξεκινήσατε;
Κατερίνα Βοσκαρίδου: Τα 2012 μια ομάδα φιλόμουσων και φιλότεχνων
Λεμεσιανών ιδρύσαμε στη Λεμεσό το «Κέντρο Λόγου και Τεχνών Τεχνοδρόμιο». Έναν
οργανισμό με δράση πρωτίστως γύρω από τα καλλιτεχνικά θέματα. Το μεράκι μας
περίσσευε κι έτσι γρήγορα καταφέραμε να έχει ο οργανισμός στο ενεργητικό του
μια σειρά εκδηλώσεων και δράσεων σημαντική για το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της
πόλης, αλλά και της Κύπρου γενικότερα. Καθώς τα μέλη είχαν πολλές και
διαφορετικές καλλιτεχνικές αφετηρίες ο σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένα πεδίο
δημιουργικής έκφρασης σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης, που να δίνει σε
καλλιτέχνες Κύπριους και μη την ευκαιρία να παρουσιάζουν το έργο τους, να
εμβαθύνουμε μέσω της έρευνας σε ζητήματα πολιτισμού και στο ρόλο που έχει η
τέχνη στην καθημερινότητά μας, όχι ως ένα αποκομμένο γεγονός της ανθρώπινης
ζωής. Η δραστηριοποίηση αυτή είχε ως φυσικό επακόλουθο και την ενασχόληση με
τις εκδόσεις.
Το Τεχνοδρόμιο
έθεσε δε υπό την προστασία και διαχείρισή του το Μουσείο Το Πλουμιστό Ψωμί, το
στήσιμο του οποίου υπήρξε αρχικά μια οικογενειακή υπόθεση. Αυτή τη στιγμή ο
φιλόξενος χώρος του Μουσείου δίνει στέγη στις πλείστες δραστηριότητές μας.
Χ.Λ.: Τι ακριβώς είναι το
Μουσείο Πλουμιστού Ψωμιού;
Κ.Β.: Είναι ένα
λαογραφικό μουσείο. Στεγάζει μια συλλογή από διακοσμημένα παραδοσιακά πλουμιστά
ψωμιά τα σχέδια των οποίων περισυνέλεξε η μητέρα μου, Δωρίτα Βοσκαρίδου μετά
από πολυετή έρευνα και τα αναπαράστησε μέσω του θείου δώρου που λέγεται ζυμάρι,
αποτυπώνοντας όλα τα σχέδια, τα σύμβολα, τις ιστορίες του λαού μας που χάνονται
στο βάθος των αιώνων και είναι συνυφασμένα με τον πολιτισμό μας. Αυτή τη
στιγμή, υπό τη διεύθυνση της ίδιας δέχεται καθημερινά δεκάδες επισκέπτες που
έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν μια τέχνη που τείνει να εκλείψει παρά την
σημαντικότατη πολιτισμική της αξία.
Χ.Λ.: Μιλήστε μας λίγο
για σας. Πώς βρεθήκατε στο πηδάλιο των εκδόσεων;

Χ.Λ.: Και ποιο είναι το όραμά σας;
Κ.Β.: Να μπορώ τόσο σε
προσωπικό επίπεδο όσο και μέσω του οργανισμού μας να ενισχύσω αυτό που
ονομάζεται «συλλογική διάσταση». Ο προφορικός λόγος να μεταδίδεται, κάτι που μας
οδήγησε και στη δημιουργία του Φεστιβάλ Παραμυθιού και στη λειτουργία
παραρτήματος της Σχολής Αφηγηματικής Τέχνης της Αθήνας στη Λεμεσό σε συνεργασία
με το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών, τα βιβλία να
διαβάζονται, προς τούτο προσεγγίζουμε με πολυδιάστατο τρόπο το θέμα της
φιλαναγνωσίας και υλοποιούμε σχετικά προγράμματα, οι συγγραφείς να διαβάζονται
και να ακούγονται, για αυτό και μια σημαντική δραστηριότητά μας είναι οι
βιβλιοπαρουσιάσεις, οι συζητήσεις με συγγραφείς, σχετικές διαλέξεις και άλλα,
τα παιδιά να ασχολούνται με την τέχνη και τα βιβλία. Πάρα πολλές δραστηριότητές
μας απευθύνονται στα παιδιά με μια προσέγγιση που συνδυάζει την
επιστημονικότητα αλλά και την πρόθεσή μας να τους εμφυσήσουμε το πάθος για τη
ζωή και την τέχνη, η κοινωνία μας δε χρειάζεται άλλους αδιάφορους και απαθείς
ανθρώπους. Το σύνθημά μας άλλωστε είναι: Μοιραστείτε το πάθος σας για τις
τέχνες!
Χ.Λ.: Τι είδους
εκδόσεις σας ενδιαφέρουν και υποστηρίζετε;
Κ.Β.: Ξεκινήσαμε με δύο
ποιητικά έργα της Στέλλας Βοσκαρίδου-Οικονόμου, το «Αναγέλαστα» στην κυπριακή
διάλεκτο και το «Φόβ, υπογλώσσιο νυχτερινό», που απέσπασαν πολύ καλά σχόλια.
Έπονται μια βιογραφία, διηγήματα, παραμύθια και ένα μυθιστόρημα. Καθώς είμαστε
στην αρχή της εκδοτικής μας πορείας η ταυτότητά μας προκύπτει κυρίως από τη
δράση του οργανισμού. Μας ενδιαφέρει λοιπόν να εκδώσουμε τόσο λογοτεχνικά έργα
όσο και δοκίμια σχετικά με τη λαογραφία, την ιστορία, τα παραμύθια και τις
εικαστικές τέχνες που είναι το αντικείμενο με το οποίο καταπιανόμαστε.
Χ.Λ.: Και ποια είναι η
διαδικασία για την έκδοση ενός βιβλίου; Κατ’ αρχάς, συμμετέχουν οι συγγραφείς
στο κόστος της έκδοσης;
Κ.Β.: Δεχόμαστε προτάσεις
προς αξιολόγηση. Μια επιτροπή αναλαμβάνει το ρόλο αυτό και προχωρούμε αναλόγως.
Επιλέγουμε τους συνεργάτες μας ώστε να έχουμε ένα αισθητικά υψηλό αποτέλεσμα. Το
μέγεθος του οργανισμού δεν επιτρέπει προς το παρόν την εξολοκλήρου ανάληψη του
κόστους. Προσπαθούμε όμως, καθώς διατηρούμε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα μας,
η συμμετοχή του συγγραφέα να είναι η χαμηλότερη δυνατή.
Χ.Λ.: Πώς είναι το
εκδοτικό τοπίο στην Κύπρο; Υπάρχουν πολλοί εκδοτικοί οίκοι και τι μεγέθους;
Κ.Β.: Δεν υπάρχουν
μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι στην Κύπρο. Υπάρχουν όμως αξιόλογοι που πρέπει κανείς
να τους αναζητήσει καθώς το τοπίο στην Κύπρο δεν ευνοεί δυστυχώς την ενασχόληση
με τις τέχνες και τα γράμματα.
Χ.Λ.: Πιστεύετε ότι οι
εκδοτικοί οίκοι έχουν μέλλον στην Κύπρο;
Κ.Β.: Πιστεύω ότι το
βιβλίο θα αποτελεί πάντα τη σημαντικότερη πηγή γνώσης. Διαισθάνομαι ότι το
ηλεκτρονικό βιβλίο ως ανάγνωσμα αντικαθιστά την περιήγηση στο διαδίκτυο στους
χρήστες των ηλεκτρονικών μέσων με μια ίσως πιο στοχευμένη ανάγνωση αντί της
κατακερματισμένης συλλογής πληροφοριών και αυτό δεν είναι καθόλου κακό, δεν
αντικαθιστά όμως τη σχέση με το βιβλίο. Πιστεύω εξάλλου ότι το βιβλίο ως
αντικείμενο, πέραν του περιεχομένου, του είναι και το ίδιο ένα έργο τέχνης.
Αυτό ήταν ένα μάθημα που πήρα από τον κόσμο του πλουμιστού ψωμιού και της παράδοσής
μας. Αν το ψωμί που είναι αναλώσιμο οι γυναίκες πάσχιζαν να το κεντήσουν, ή τα
μουσικά όργανα οι οργανοποιοί δεν τα αντιμετώπιζαν ως χρηστικά αντικείμενα μόνο
αλλά τα κοσμούσαν περίτεχνα, σκεφτείτε πόσο μάλλον το βιβλίο που είναι το
θησαυροφυλάκιο της γνώσης. Για το λόγο αυτό μας ενδιαφέρει να προσφέρουμε
επιμελημένες και καλαίσθητες εκδόσεις. Οι εκδοτικοί οίκοι στην Κύπρο θα
μπορούσαν να έχουν μέλλον αν καταφέρουν με ποιοτικές εκδόσεις να διεκδικήσουν
μια θέση δίπλα στους υπόλοιπους εκδότες του ελληνικού χώρου και να απευθυνθούν
στο σύνολο του κοινού. Περαιτέρω θα έλεγα ότι έχουμε και χρέος να στηρίξουμε
την ντόπια συγγραφική παραγωγή και να διασώσουμε τις ιδιαιτερότητές μας για να
αναδείξουμε την ιστορία του τόπου μας.
Χ.Λ.: Έχετε πρόσβαση
στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης; Σας ενδιαφέρει να
έχετε;
Κ.Β.: Επιδιώξαμε την
πρόσβαση στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας σε πρώτη φάση και βεβαίως μας ενδιαφέρει
να επιτευχθεί αυτό σε σημαντικότερο βαθμό για το λόγο που προανέφερα. Το
κυπριακό βιβλίο μπορεί να διεκδικήσει μια θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα ελληνικά
βιβλία.
Χ.Λ.: Πώς βλέπετε τη
λογοτεχνική παραγωγή στην Κύπρο σε σχέση με την αντίστοιχη στην Ελλάδα; Για την
Ελλάδα θα σας πω ότι μόνο το 2014 κατατέθηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη 1.000 νέοι
τίτλοι ποιητικών βιβλίων μόνο και αυτό υπό συνθήκες κρίσης! Η λογοτεχνία στην
Κύπρο παράγεται σε αντίστοιχους αριθμούς;
Κ.Β.: Εξ όσων γνωρίζω
υπάρχει αξιοσημείωτος αριθμός εκδόσεων και στην Κύπρο αν λάβει κανείς υπόψη το
μέγεθος αλλά και το μέγεθος του αναγνωστικού κοινού που δεν είναι μεγάλο και
αυτό αφήνει το βιβλίο έρμαιο στην αμφιβολία αν θα αναζητηθεί τελικά από τον αναγνώστη
ώστε να καταξιωθεί στην συνείδησή του.
Είμαι όμως αισιόδοξη ότι μια καινούρια κοινωνία ανατέλλει που θα έχει μια πιο
συνειδητή στάση απέναντι στα πράγματα και αυτό θα εξυψώσει και το βιβλίο και
την ανάγνωση.
Χ.Λ.: Πιστεύετε ότι η
κυπριακή λογοτεχνία είναι ενεργό κομμάτι της ελληνικής λογοτεχνίας ή ότι είναι αυτόνομη;
Κ.Β.: Η κυπριακή
λογοτεχνία είναι σαφώς κομμάτι της ελληνικής. Οι πλείστοι Κύπριοι συγγραφείς εκδίδονταν
στην Αθήνα. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά λαμβάνοντας υπόψη το θέμα της
γλώσσας αλλά και κατ’ επέκταση του πολιτισμού. Υπάρχουν οι ιδιαιτερότητες του
νησιού που ο τεχνίτης του λόγου πρέπει να κατορθώσει να τις εντάξει στο έργο
του με τρόπο που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστη, όπως ο συγγραφέας
από τη Θεσσαλονίκη π.χ. μου τραβάει το ενδιαφέρον εδώ στη Λεμεσό να τον
«επισκεφτώ», και υπάρχουν τα θέματα της διαλέκτου που ο συγγραφέας καλείται να
διασώσει στην αυθεντική της μορφή ως πλούτο του τόπου μας. Από κει και πέρα
υπάρχει και η παγκόσμια λογοτεχνία στην οποία το κάθε έργο εντάσσεται και
αλίμονο αν ο κάθε συγγραφέας δεν επιθυμεί να έχει το έργο του μια παγκοσμιότητα
και έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα ακόμα και αν αυτός εκπηγάζει από τις πιο μικρές
και ταπεινές ριζούλες.
Χ.Λ.: Σας ευχαριστώ
πολύ για τον χρόνο σας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου