Η θέση μου για την ενασχόληση της ποίησης με το σεξ είναι σαφής και γνωστή σε όσους μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν κείμενά μου: πιστεύω ότι η ενασχόληση αυτή αποκαλύπτει αδυναμία του ποιητή να διαχειριστεί το θέμα του ερωτισμού που νιώθει να τον κατακλύζει και να το αναγάγει σε κάτι λιγότερο ευτελές. Όμως εδώ πρόκειται για μια περίπτωση διαφορετική. Και είναι διαφορετική γιατί δεν πρόκειται για τον έγκλειστο μονόλογο ενός ποιητή που αρχίζει και τελειώνει στον εαυτό του, αλλά για τη δυναμική, παλλόμενη και απρόβλεπτη τροπή, την αλόγιστη κατεύθυνση, που λαμβάνει η αλληλογραφία μεταξύ δύο ανδρών με υψηλό δείκτη ευαισθησίας.
Όχι, δεν με ενόχλησε η απροκάλυπτη αναφορά στο ομοφυλοφιλικό σεξ που έκπληκτη ανακάλυψα στη συλλογή. Αντίθετα, με συνεπήρε, με ξεσήκωσε και με αναστάτωσε. Μου θύμισε τι σημαίνει να είναι κανείς ερωτευμένος, πρωτίστως με τη ζωή. Να νιώθει ζωντανός. Τι σημαίνει βαθιά επιθυμία. Τι σημαίνει μετουσίωση και των δύο αυτών μέσα από την τέχνη. Μου θύμισε ότι πολλές φορές το όριο ανάμεσα στην τέχνη και τον έρωτα είναι δυσδιάκριτο και ότι αξίζει κανείς να βαδίσει ακριβώς εκεί, πάνω στη γραμμή του, στον παλμό που είναι η σύσπαση της ίδιας της Δημιουργίας.
Ο Γιώργος Αλισάνογλου, όσο προχωράει η συλλογή, δίνει την εντύπωση ότι «πατάει» με πιο σταθερά βήματα, καταλήγοντας σε υπέροχες διατυπώσεις, όπως «Γιατί αύριο οι στίχοι/ Δεν θα ‘ναι με το μέρος του καιρού» ή «Ο έρωτας/ Η τέχνη/Αρχίζουν σαν περίπατος/ Εκεί που όλα έμοιαζαν/ Να έχουν αποφασιστεί». Ο Δημήτρης Δημητριάδης, χειμαρρώδης όπως πάντα, δεν διστάζει να αφεθεί, να παραδοθεί και να ακολουθήσει την αλόγιστη κατεύθυνση, δίνοντάς μας ποιήματα και κείμενα (υπογράφει και το πεζό επίμετρο της συλλογής) ατρόμητα και ζωντανά, γραμμένα με τη γνωστή, μεστή γραφή του. Ενδιαφέρουσες επίσης είναι οι ιδέες που θέτει προς συζήτηση και, φυσικά, η διαχείρισή τους, όπως η ενοθόνιση και το φαινόμενο που απορρέει από αυτήν: ο ενοθονισμός, το να υπάρχει δηλ. ο Άλλος μόνο μέσα στην οθόνη, σε μια ψηφιακή πραγματικότητα που ωστόσο αγγίζει, επηρεάζει και εντέλει διαμορφώνει την υλική.
Η ορμή της νεότητας του Αλισάνογλου και η ωριμότητα του Δημητριάδη γονιμοποιούν η μία την άλλη και παράγουν ένα αυθεντικό και απροσδόκητο αποτέλεσμα που συναρπάζει, μια συλλογή καθόλου δήθεν, ορμητική και ειλικρινής από την αρχή έως το τέλος.
Η φιλοσοφία επιδιώκει να εννοήσει ο άνθρωπος τον κόσμο. Η λογοτεχνία, να εννοηθεί ο άνθρωπος απ’ τον κόσμο. Ο ορισμός είναι του Χειμωνά, δεν είναι δικός μου. Η τέχνη ήταν πάντα πιο εγωιστική απ’ τη φιλοσοφία. Πιο παθητική φωνή. Και γι αυτό πιο ερωτικά πραγματική. Γι αυτό η λογοτεχνία σε σκοτώνει σιγά σιγά, γλυκά, αφήνοντας σου το τελευταίο ίχνος ηδονής στην άκρη των χειλιών, ενώ η φιλοσοφία σε ξεκάνει μια κι έξω. Είναι παράλογο, αλλά αυτή ακριβώς η εξαιρετική συλλογή, το αποδεικνύει: Ποίηση VS Φιλοσοφία: 1. Στον χάρτινο κόσμο των λέξεων πάντα η ενστικτώδης αίσθηση επικρατεί της ώριμης σκέψης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ποίηση συμβαίνει ερήμην μας. Τις περισσότερες φορές είναι κάτι το ζωντανό που οφείλεται σε ένα θάνατο. Σε μια διαρροή ζωής, ουσιαστικά άγνωστης. Ακατάλληλης. Μέσα σ' αυτόν τον απροσδιόριστο χώρο που περιγράφεται ως ασυνείδητο ή ως εξέγερση του ονείρου, η σκέψη, η φιλοσοφία, έχει να καταθέσει την γνώμη της. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι η ποίηση θα την λάβει σοβαρά υπ' όψιν της. Και κατά την γνώμη μου: καλά θα κάνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην περίπτωση αυτής της, εξαιρετικής επαναλαμβάνω, συλλογής, αυτό καθίσταται κάτι παραπάνω από φανερό.