Καιρό τώρα περιμένω ως αναγνώστρια να δω να αποτυπώνεται στον ποιητικό λόγο ο αντίκτυπος της πολύπαθης οικονομικής μας συγκυρίας και επιτέλους τον είδα στο «Απόδειπνο για PIGS» του Νίκου Δόικου.
Σε αυτό το βιβλίο που συνδυάζει πολιτικές αιχμές, κοινωνική ευαισθησία και πολλά στοιχεία ακόμη, ο Νίκος Δόικος γράφει ποιήματα που μυρίζουν Ελλάδα κυρίως, αλλά αναδύουν και λεπτά αρώματα από την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ίσως να ήταν αναμενόμενο ένα τέτοιο αποτέλεσμα, δεδομένης της προηγούμενης δουλειάς του (το 2012 τιμήθηκε με πανελλήνιο βραβείο πολιτικο-κοινωνικού δοκιμίου για το βιβλίο του «Μετά τη βαρβαρότητα»), αλλά αυτό που σίγουρα δεν ήταν αναμενόμενο για όσους έχουν διαβάσει την πρώτη του ποιητική συλλογή («Γενιά του Νοέμβρη», 2010) είναι το άπλωμα που καταφέρνει στο «Απόδειπνο» και, κυρίως, η απεικόνιση, ανάδυση και έγερση συναισθημάτων με μια ευκολία που απουσιάζει από την πρώτη του δουλειά.
PIGS λοιπόν και ο Δόικος μας ταξιδεύει σε κεντρικές πλατείες και των τεσσάρων χωρών, καβάλα πάνω σε έναν άνεμο σαρωτικό που φέρνει μαζί του τον απόηχο των προγόνων, τον σημερινό κοινωνικό παλμό και πολλές ακόμη εικόνες που καταφέρνουν αυτό που για τους περισσότερους σύγχρονους ποιητές είναι άπιαστο όνειρο: να βγάλουν τα ποιήματα από το πλαίσιο της προσωπικής εμπειρίας και να τα κάνουν κάτι διαφορετικό, ένα κοίταγμα στην ουσία των πραγμάτων.
Σε αυτό το βιβλίο που συνδυάζει πολιτικές αιχμές, κοινωνική ευαισθησία και πολλά στοιχεία ακόμη, ο Νίκος Δόικος γράφει ποιήματα που μυρίζουν Ελλάδα κυρίως, αλλά αναδύουν και λεπτά αρώματα από την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ίσως να ήταν αναμενόμενο ένα τέτοιο αποτέλεσμα, δεδομένης της προηγούμενης δουλειάς του (το 2012 τιμήθηκε με πανελλήνιο βραβείο πολιτικο-κοινωνικού δοκιμίου για το βιβλίο του «Μετά τη βαρβαρότητα»), αλλά αυτό που σίγουρα δεν ήταν αναμενόμενο για όσους έχουν διαβάσει την πρώτη του ποιητική συλλογή («Γενιά του Νοέμβρη», 2010) είναι το άπλωμα που καταφέρνει στο «Απόδειπνο» και, κυρίως, η απεικόνιση, ανάδυση και έγερση συναισθημάτων με μια ευκολία που απουσιάζει από την πρώτη του δουλειά.
PIGS λοιπόν και ο Δόικος μας ταξιδεύει σε κεντρικές πλατείες και των τεσσάρων χωρών, καβάλα πάνω σε έναν άνεμο σαρωτικό που φέρνει μαζί του τον απόηχο των προγόνων, τον σημερινό κοινωνικό παλμό και πολλές ακόμη εικόνες που καταφέρνουν αυτό που για τους περισσότερους σύγχρονους ποιητές είναι άπιαστο όνειρο: να βγάλουν τα ποιήματα από το πλαίσιο της προσωπικής εμπειρίας και να τα κάνουν κάτι διαφορετικό, ένα κοίταγμα στην ουσία των πραγμάτων.
Επικαλούμενος από τη Θεοδώρα του Βυζαντίου μέχρι σοφούς της αρχαιότητας και ήρωες της νεότερης ιστορίας, ο Δόικος εμπλουτίζει τους στίχους του με ένα πραγματικά εντυπωσιακό εύρος πραγματολογικών στοιχείων. Αυτό όμως που είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ο τρόπος που τα εντάσσει στα ποιήματά του: η χρήση τους γίνεται με βάση τη μουσική τους αυταξία για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του ρυθμού και συχνά αντιστέκεται στους παραδοσιακούς ορισμούς τους ή τους παραβλέπει ολότελα, με αποτέλεσμα π.χ. η Ανάβρα από όνομα χωριού να γίνεται ουσιαστικό για τις ανάγκες του στίχου. Υπάρχουν πολλές τέτοιες «προσαρμογές» λέξεων στα ποιήματα του Νίκου Δόικου (είναι ένας από τους βασικούς μηχανισμούς της ποίησής του) που προκαλούν πότε τον αιφνιδιασμό του αναγνώστη και πότε τη δημιουργία μιας αίσθησης οικειότητας με αυτό που διαβάζει, η οποία επιτυγχάνεται ακριβώς μέσα από την ανοικείωση την οποία προκαλεί η χρήση τους με τέτοιο απροσδόκητο τρόπο.
Την ίδια στιγμή, δευτερεύοντα θέματα, με κυρίαρχα ίσως εκείνο της ερημωμένης ελληνικής υπαίθρου και εκείνο της διάψευσης του ούτως ή άλλως πλαστού ονείρου της ευημερίας «με δανεικά», βαθαίνουν τα νοήματα του βιβλίου. Ενδιαφέρουσα είναι και η δομή της συλλογής που, πιστή στον τίτλο της (γιατί, αλήθεια, απόδειπνο κι όχι απλά προσευχή; Μάλλον υφέρπει ο υπαινιγμός ότι αφού «τα φάγαμε» – μαζί ή χώρια δεν έχει σημασία – τώρα πρέπει πια να κάνουμε την προσευχή μας!), ξεκινά με το Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός για να κλείσει με το Δι’ ευχών, έχοντας στο μεταξύ παραδώσει ένα κοντάκιο κι ένα απόδειπνο στον αναγνώστη. Παρά την πολλαπλή διαστρωμάτωση των νοημάτων, μια ισχυρή κεντρομόλος δύναμη κυριαρχεί στη συλλογή (ο ποιητής είναι εστιασμένος σε αυτό που θέλει να πει και δεν παραστρατεί) προσδίδοντάς της συνέχεια και συνέπεια.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες αδυναμίες: σε ένα-δυο ποιήματα η κατάληξη αποδεικνύεται μάλλον ατυχής, ενώ η χρήση ορισμένων φραστικών συνδυασμών υπονομεύει την προσπάθεια του αναγνώστη να εξεύρει νόημα (διαβάζουμε π.χ. για «έκλυτους θησαυρούς» ή «μουσειακές εκρήξεις εν κενώ») και κάπου-κάπου συναντούμε λαϊκές εκφράσεις που δεν ταιριάζουν με τον συνολικό τόνο του συγκειμένου τους (π.χ. «χορεύουν τους κανόνες στο ταψί»). Ενδιαφέρουσα πάντως παραμένει η γλωσσοπλαστική προσπάθεια του ποιητή (όπως στο σχεδόν επικό «αργοπλακοπατούν»), όπως και ο πιο αφηγηματικός/πεζολογικός τόνος που υιοθετεί σε ορισμένα ποιήματα (όπως τα «Συμπόσιο Σοφών», «Κοντάκιο», «Ωδή στην Αυγούστα Θεοδώρα»), χωρίς ωστόσο ποτέ να θέτει σε κίνδυνο τον εσωτερικό ρυθμό τους.
Την ίδια στιγμή, δευτερεύοντα θέματα, με κυρίαρχα ίσως εκείνο της ερημωμένης ελληνικής υπαίθρου και εκείνο της διάψευσης του ούτως ή άλλως πλαστού ονείρου της ευημερίας «με δανεικά», βαθαίνουν τα νοήματα του βιβλίου. Ενδιαφέρουσα είναι και η δομή της συλλογής που, πιστή στον τίτλο της (γιατί, αλήθεια, απόδειπνο κι όχι απλά προσευχή; Μάλλον υφέρπει ο υπαινιγμός ότι αφού «τα φάγαμε» – μαζί ή χώρια δεν έχει σημασία – τώρα πρέπει πια να κάνουμε την προσευχή μας!), ξεκινά με το Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός για να κλείσει με το Δι’ ευχών, έχοντας στο μεταξύ παραδώσει ένα κοντάκιο κι ένα απόδειπνο στον αναγνώστη. Παρά την πολλαπλή διαστρωμάτωση των νοημάτων, μια ισχυρή κεντρομόλος δύναμη κυριαρχεί στη συλλογή (ο ποιητής είναι εστιασμένος σε αυτό που θέλει να πει και δεν παραστρατεί) προσδίδοντάς της συνέχεια και συνέπεια.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες αδυναμίες: σε ένα-δυο ποιήματα η κατάληξη αποδεικνύεται μάλλον ατυχής, ενώ η χρήση ορισμένων φραστικών συνδυασμών υπονομεύει την προσπάθεια του αναγνώστη να εξεύρει νόημα (διαβάζουμε π.χ. για «έκλυτους θησαυρούς» ή «μουσειακές εκρήξεις εν κενώ») και κάπου-κάπου συναντούμε λαϊκές εκφράσεις που δεν ταιριάζουν με τον συνολικό τόνο του συγκειμένου τους (π.χ. «χορεύουν τους κανόνες στο ταψί»). Ενδιαφέρουσα πάντως παραμένει η γλωσσοπλαστική προσπάθεια του ποιητή (όπως στο σχεδόν επικό «αργοπλακοπατούν»), όπως και ο πιο αφηγηματικός/πεζολογικός τόνος που υιοθετεί σε ορισμένα ποιήματα (όπως τα «Συμπόσιο Σοφών», «Κοντάκιο», «Ωδή στην Αυγούστα Θεοδώρα»), χωρίς ωστόσο ποτέ να θέτει σε κίνδυνο τον εσωτερικό ρυθμό τους.
Χριστίνα Λιναρδάκη
* Αναδημοσίευση από το λογοτεχνικό περιοδικό "Κοράλλι".